περιπαθήσεις

περιπαθήσεις
περιπάθησις
intensity of emotion
fem nom/voc pl (attic epic)
περιπάθησις
intensity of emotion
fem nom/acc pl (attic)
περιπαθέω
to be in a state of violent emotion
aor subj act 2nd sg (epic)
περιπαθέω
to be in a state of violent emotion
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιπάθησις — ήσεως, ἡ, Α [περιπαθώ] 1. η ένταση τού πάθους, η συναισθηματική έξαψη 2. στον πληθ. αἱ περιπαθήσεις (ρητ.) εκφράσεις που προκαλούν συγκίνηση στο ακροατήριο …   Dictionary of Greek

  • τόνωση — η / τόνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τονῶ / ώνω] ενίσχυση, ενδυνάμωση νεοελλ. μτφ. αναζωογόνηση μσν. τονισμός λέξης αρχ. 1. ενεργητικότητα 2. (ρητ.) ορμητικότητα, σφοδρότητα («τονώσεις καὶ περιπαθήσεις», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”